dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μείωση μισθού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gehaltskürzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μείωση μισθού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lohnsenkung
Ⓦ
Ⓖ
…